κολτ

κολτ
το
περίστροφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμερ. colt από το όν. τού Αμερικανού οπλομηχανικού S. Colt].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κολτ, Σάμουελ — (Samuel Colt, Χάρτφορντ, Κονέκτικατ 1814 – 1862). Αμερικανός εφευρέτης και αξιωματικός. Ο Κ. επινόησε, το 1835, έναν κυλινδρικό και περιστρεφόμενο γεμιστήρα για φυσίγγια, για να αυξήσει την ταχύτητα βολής των φορητών όπλων, ο οποίος αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • περίστροφο — Ατομικό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο για βολή με το ένα χέρι. Η επαναληπτική βολή επιτυγχάνεται με την περιστροφή της φυσιγγιοθήκης, που έχει τη μορφή κυλίνδρου. Το όπλο αυτό χρησιμοποιείται εναντίον στόχων, που απέχουν λιγότερο από 50 μ. Ο… …   Dictionary of Greek

  • πιστόλι — Μικρό φορητό πυροβόλο όπλο, η χρήση του οποίου χρονολογείται από τον 15o αι. Τα πρώτα π. ήταν σχετικά μακριά όπλα, με διαμέτρημα ανάλογο των τουφεκιών, από τα οποία διέφεραν στο ότι είχαν λαβή κατάλληλη για να κρατιούνται και να χρησιμοποιούνται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”